Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελετώ [meletó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1α. ασχολούμαι με τη μελέτη1, και ιδίως διαβάζω προσεκτικά, προσπαθώντας να μάθω ή να καταλάβω κτ.: ~ τα μαθήματά μου / ένα θεατρικό ρόλο. Mελετάει δέκα ώρες την ημέρα. Mελετημένος άνθρωπος, που έχει μελετήσει πολύ. β. εξετάζω κτ. επιστημονικά ή λεπτομερειακά: ~ ένα πρόβλημα / ένα φαινόμενο. Mελετημένο σχέδιο. Tο ζήτημα μελετάται. Tο θέμα δε μελετήθηκε όσο πρέπει. γ. (λαϊκότρ.) σκοπεύω: Tι μελετάς να κάνεις; 2. (προφ.) μιλώ για κπ. ή για κτ., το αναφέρω ή το σκέφτομαι: Mη μελετάς το κακό.
[1α, β: λόγ. < αρχ. μελετῶ (ίδ. σημ.)· 1γ, 2: αρχ. μελετῶ στη σημ. `σκέφτομαι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελετώ· μτχ. παρκ. μελετισμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Σκέπτομαι, έχω κατά νου, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι:
- ουδείς εμελέτησε πύργον ή καλύβην πήξαι εν τῃ αυλῄ της Πόλεως (Δούκ. 29720)·
- δεν εμελέτησα διά την βασιλειάν σου κανένα πράγμα άδικο (Σταυριν. 825)·
- ίνα μελετᾴ τον θάνατον (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IV 44)·
- παράδοσιν ζητάτε, τούτο δεν σας το κάμνομεν και μην το μελετάτε (Θρ. Κύπρ. 828)·
- β) σχεδιάζω, σκοπεύω, έχω την πρόθεση:
- (Διγ. Z 747)·
- επανήλθεν (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) άλλα καταφαγείν μελετήσας ο άγριος θηρ (Ιστ. πολιτ. 82)·
- πόλεμον ουδέν εμελετούμεν (Καλλίμ. 970)·
- γ) «δουλεύω» κ. στο μυαλό μου· (προ)ετοιμάζω:
- καλό τού μελετάει (Θησ. Δ́ [558])·
- τη θυσία, τή μελετώ, ακάμωτη ν’ αφήσω; (Θυσ. 728)·
- δ) μηχανεύομαι:
- εμελέτησεν αυτός την προδοσίαν (ενν. ο Ιούδας) (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 826)·
- ε) επινοώ:
- συνήγεν αργύριον παρά των υπηκόων δόσεις καινάς μελετών (Ιστ. πολιτ. 7119)·
- στ) συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι, αποφασίζω:
- (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 31)·
- εμελέτησαν και εκύρωσαν αποπλεύσαι (Ιστ. πολιτ. 93)·
- ζ) αναλογίζομαι:
- ποτέ Θεόν ου μελετάς (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1096)·
- να μελετά η καρδία μου το ασύστατον της τύχης (Λίβ. Esc. 2246).
- α) Σκέπτομαι, έχω κατά νου, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι:
- 2) Σπουδάζω, μαθαίνω κ. με μελέτη:
- να μελετά πάντα την ιστορίαν (Ιστ. Βλαχ. 71).
- 3) Εξετάζω, ερευνώ:
- να μελετάς τες ορδινιές της φύσης (Φαλιέρ., Ρίμ. 263).
- 4) Θεωρώ:
- προφήτην ο κατάρατος σε μελετά, Θεέ μου (Ιστ. Βλαχ. 2513).
- 5)
- α) Φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κ.:
- Γαμβρούς μελέτησε να βρεις να 'χουν κορμιά ακέραια (Δεφ., Λόγ. 539)·
- πέμπει … του μελετήσαι τα της χρειάς του γάμου (Βέλθ. 994)·
- β) προσέχω:
- να μελετά η καρδία του την ένεδραν μη σφάλει (Φλώρ. 1598).
- α) Φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κ.:
- 6) Αδημονώ:
- έγραψα το πιττάκιν μου και πάλε εδόξευσά το· … και εμελέτουν πότε να ευρούσιν την γραφήν και να την αναγνώσουν (Λίβ. Ν 1638).
- 7) Ασχολούμαι, εντρυφώ σε κ. (πβ. ΙΙ 1β):
- Ο … αμιράς … απέρνα μελετώντας δε τους δρόμους του Κυρίου (Διγ. A 1570).
- 8) Προορίζω:
- όλ’ οι θεοί για ταίρι μου μου την εμελετήσα (ενν. την κόρη) (Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ 82).
- 9) Μνημονεύω, αναφέρω κάπ. (με το όνομά του):
- σ’ όλην την γην σε μελετούν, στην Βενετιάν τιμάσαι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1453).
- 10) Υπενθυμίζω, φέρνω κ. στο νου κάπ.:
- οι φίλοι του … του το μελετούσαν, λιγάκι να φυλάσσεται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5097).
- 11) Διδάσκω:
- τα λόγια ετούτα … να τα μελετάς των παιδιών σου (Πεντ. Δευτ. VI 7).
- 1)
- Β́ (Αμτβ.) φροντίζω για την εκμάθηση ή την κατανόηση κάπ. πράγματος:
- Είτι γινώσκεις κατά νουν, μελέτα να το ξεύρεις (Σπαν. A 169)·
- καθημερνά να μελετάς (Δεφ., Λόγ. 15).
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Έχω κ. στο μυαλό μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι:
- την νίκην μελετώμενος (Ριμ. Βελ. ρ 132)·
- β) ασχολούμαι, εντρυφώ σε κ. (πβ. ΙΆ́7):
- διήγε μελετώμενος τας οδούς του Κυρίου (Διγ. Z 1543).
- α) Έχω κ. στο μυαλό μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι:
- 2) Εξωτερικεύομαι, εκδηλώνομαι:
- οπὄχει δίκιο φαίνεται και ατοί σας μελετάστεν (Φαλιέρ., Ιστ. 678 κριτ. υπ).
- 1)
[αρχ. μελετάω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.