Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελετητής ο [meletitís] Ο7 : αυτός που ασχολείται με ορισμένη επιστημονική μελέτη· (πρβ. ερευνητής): ~ της νεοελληνικής γλώσσας. Tο θέμα δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σε βάθος από τους ειδικούς μελετητές.
[λόγ. < αρχ. μελετητής `ρήτορας δημηγοριών΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μελέτη]