Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαχρινός, επίθ.
-
- Μελαχρινός:
- (Ch. pop. 448).
- H λ. ως επών.:
- (Σφρ., Χρον. 264).
[παλαιότ. επίθ. μελαγχρινός (L‑S Suppl.) <αρχ. μελαγχρής - μελάγχρους + κατάλ. ‑ινός. Η λ. στο Βλάχ. (‑χροι‑) και σήμ.]
- Μελαχρινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελαχρινός -ή -ό [melaxrinós] Ε1 : (για πρόσ.) που έχει κάπως σκούρο δέρμα και σκούρα ή μαύρα μαλλιά. || (ως ουσ.) ο μελαχρινός, θηλ. μελαχρινή, για μελαχρινό άνθρωπο: Tου αρέσουν οι μελαχρινές. Aγαπάει μια μελαχρινή.
[μσν. μελαχρινός < ελνστ. μελαγχρινός με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] < αρχ. μελάγχρ(ους) -ινός]