Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελανούρι το [melanúri] Ο44α : 1. ψάρι σχετικά καλής ποιότητας με μία μαύρη ταινία στην ουρά. 2. (μτφ.) για όμορφο μελαχρινό κορίτσι και με επέκταση για αγόρι.
[ελνστ.(;) *μελανούριον υποκορ. του αρχ. μελάνουρος `ψάρι με μαύρη ουρά΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελανούρι(ν) το.
-
- Είδος ψαριού:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 120).
[<αρχ. ουσ. μελάνουρος + κατάλ. ‑ι(ν). Η λ. (‑ι) στο Somav. (λ. ψάρι) και σήμ.]
- Είδος ψαριού: