Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελανία
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
μελανία η.
  • Μαυρίλα, μελανάδα· μαύρο στίγμα:
    • (Φυσιολ. (Kaim.) 12a5
    • (σε μεταφ. ηθ.):
      • ολόλευκος γάρ εστιν ο Κύριος ημών μηδεμίαν μελανίαν έχων (αυτ. 13a18).

[αρχ. ουσ. μελανία. Τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανιά 1 η [melaná] Ο24 : σημάδι μελανού χρώματος επάνω στο ανθρώπινο δέρμα: Έχει μελανιές από χτυπήματα σε όλο του το σώμα.

[μελαν(ός) -ιά (διαφ. το αρχ. μελανία `μαυρίλα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανιά 2 η : λεκές από μελάνη: Ρούχο γεμάτο μελανιές.

[μελάν(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανιάζω [melanázo] Ρ2.1α μππ. μελανιασμένος : 1. γίνομαι μελανός: Xέρια / μύτη / αυτιά μελανιασμένα από το κρύο. Mελάνιασε το πρόσωπό του. Mελάνιασε το μωρό από το κλάμα. 2. κάνω κπ. ή κτ. μελανό. || προκαλώ μελανιές με ξυλοδαρμό: Tου μελάνιασαν το μάτι. ~ κπ. στο ξύλο, του κάνω μελανιές δέρνοντάς τον.

[μελαν(ός) -ιάζω (πρβ. ελνστ. μελανίζω `είμαι μαύρος΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελάνιασμα το [melánazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μελανιάζω.

[μελανιασ- (μελανιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες