Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαγχολικός, επίθ.· μελαχολικός.
-
- 1) Που έχει δεχθεί έκχυση χολής:
- (Ιατροσ. κώδ. πέ).
- 2) Που έχει μελαγχολική ιδιοσυγκρασία, βαρύθυμος, σκυθρωπός:
- μη συνδιατρίβετε με … μελαγχολικούς ανθρώπους (Σοφιαν., Παιδαγ. 120).
- Το ουδ. πιθ. ως ουσ. = ασθένεια που προέρχεται από έκχυση χολής στο αίμα:
- Ιερά … καθαίρουσα μελαχολικόν (Ιατροσ. κώδ. πά).
[αρχ. επίθ. μελαγχολικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει δεχθεί έκχυση χολής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελαγχολικός -ή -ό [melaŋxolikós] Ε1 : 1α. (για πρόσ.) που αισθάνεται θλίψη, κατάπτωση, απαισιοδοξία: ~ άνθρωπος. Είναι / φαίνεται κάποιος ~. || (ψυχ.) ~ τύπος. β. που φανερώνει την ύπαρξη μελαγχολίας: Mελαγχολικό πρόσωπο. Mελαγχολικά μάτια. Mελαγχολική διάθεση. 2. που προκαλεί μελαγχολία: Mελαγχολικό τοπίο / περιβάλλον. Mελαγχολική μουσική. ~ καιρός.
μελαγχολικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μελαγχολικός]