Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελαγχολία η [melaŋxolía] Ο25 : 1. συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από θλίψη, κατάπτωση και απαισιοδοξία: Πέφτω σε ~. Ο βροχερός καιρός τού προκαλεί ~. 2. (ψυχιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη, συνεχή και αδικαιολόγητη θλίψη, κατάπτωση, απαισιοδοξία: H αυτοκτονία συνηθίζεται σε άτομα που πάσχουν από ~. Kρίση μελαγχολίας. Yποφέρει κάποιος από ~.
[λόγ. < αρχ. μελαγχολία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαγχολία η.
-
- Λύπη, στενοχώρια:
- (Γλυκά, Στ. 273).
[αρχ. ουσ. μελαγχολία. Η λ. και σήμ.]
- Λύπη, στενοχώρια: