Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελίσσι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελίσσι το [melísi] Ο44 : 1α. πλήρης και αυτόνομη κοινωνία μελισσών, συνήθ. τοποθετημένη σε μία κυψέλη: Πουλάει το μέλι που βγάζει από τα μελίσσια του. Στην κουφάλα της ελιάς φώλιασε ένα ~. β. (μτφ.) μεγάλο και θορυβώδες πλήθος ανθρώπων: ~ / σαν το ~ μαζεύτηκε ο κόσμος στην έκθεση βιβλίου. 2. (πληθ.) τόπος όπου είναι τοποθετημένες οι κυψέλες: Πηγαίνει συχνά στα μελίσσια του.

[μσν. μελίσσι < μελίσσιν < ελνστ. μελίσσιον υποκορ. του αρχ. μέλισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
μελίσσι(ο)ν το· μελίσσι· μελίσσιν.
  • 1) Σμήνος μελισσών:
    • μελίσσι … εις τ’ άνθος μόνον βόσκεται (Κορων., Μπούας 20).
  • 2) Κυψέλη:
    • Το μελίσσι εάν δεν το τρυγήσουν, το μέλι του δεν το τρώγουν (Βίος Αλ.2 101).

[μτγν. ουσ. μελίσσιον. Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. και κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μελισσίθριξ, επίθ.,
βλ. μελισσόθριξ.
[Λεξικό Κριαρά]
μελισσιώνας ο,
βλ. μελισσών.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες