Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελίγκρα η [melígra] Ο25α : έντομο που τρώει και έτσι καταστρέφει τα φύλλα των φυτών.
[ίσως < αρχ. μελίκηρα (μαρτυρείται στη σημ.: `γόνος του κοχυλιού της πορφύρας΄ επειδή μοιάζει με κερήθρα) με συγκ. του άτ. [i] (πρβ. αλβ. milingre)]