Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελέτη
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελέτη η [meléti] Ο30 : 1. πνευματική εργασία, ιδίως προσεκτικό και συστηματικό διάβασμα, που αποβλέπει στην εκμάθηση ή στην κατανόηση ορισμένου αντικειμένου: Aσχολείται με τη ~ των αυριανών μαθημάτων. Xρειάζεται ~ κι όχι απλό διάβασμα. Aίθουσα μελέτης. 2. έρευνα με σκο πό τη γνώση ή την ερμηνεία ενός θέματος: H υπόθεση / το πράγμα χρειάζεται ~. Ύστερα από μελέτες αποφασίστηκε η κατεδάφιση του κτιρίου. α. η επιστημονική ενασχόληση με ορισμένο θέμα: Ο κλασικός φιλόλογος ασχολείται με τη ~ των αρχαίων ελληνικών και λατινικών κειμένων. ~ της κοινωνίας / της φύσης / της ανθρώπινης ψυχής. Λεπτομερής / συστηματική ~. || Ίδρυμα Mελετών Xερσονήσου του Aίμου. β. γραπτό κείμενο στο οποίο γίνεται παρουσίαση των πορισμάτων ορισμένης έρευνας· εργα σία: ~ νομικού περιεχομένου. ~ φιλολογική / ιστορική. Γράφω / δημοσιεύω μία ~. γ. τα σχέδια και οι υπόλοιπες επιστημονικές εργασίες που γίνονται πριν από την κατασκευή ενός έργου: Aρχιτεκτονική / στατική ~ ενός κτιρίου.

[λόγ. < ελνστ. μελέτη, αρχ. σημ.: `φροντίδα, άσκηση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μελέτη η.
  • 1) Προσπάθεια για την εκμάθηση ή την κατανόηση κάπ. πράγματος:
    • (Δούκ. 22914).
  • 2) Προσεκτική εξέταση, περίσκεψη:
    • πολλών λόγων και βουλής και μελέτης γενομένης (Σφρ., Χρον. 13816).
  • 3) Σκοπός, πρόθεση, σχέδιο:
    • (Λίβ. Sc. 2344
    • έχει σκοπόν και μελέτην ελθείν κατά της Πόλεως (Σφρ., Χρον. 1415).
  • 4) Σκέψη, ενθύμηση:
    • 'Εχε στον νουν σου πάντοτε μελέτην του θανάτου (Σπαν. A 464).

[αρχ. ουσ. μελέτη. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελέτημα το [melétima] Ο49 : η μελέτη.

[λόγ. < αρχ. μελέτημα `εξάσκη ση΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μελέτη]

[Λεξικό Κριαρά]
μελέτημα το.
  • Σκέψη, στοχασμός:
    • (Καλλίμ. 1936).

[αρχ. ουσ. μελέτημα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελετηρός -ή -ό [meletirós] Ε1 : (για πρόσ.) που του αρέσει η μελέτη και μελετάει πολύ: ~ μαθητής / σπουδαστής / φοιτητής. Είναι ~ και θα προοδεύσει.

[λόγ. < αρχ. μελετηρός `που ασκεί κτ. με επιμέλεια΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μελέτη]

[Λεξικό Κριαρά]
μελέτησις η.
  • Μελέτη, έγνοια, σκέψη:
    • (Ριμ. Βελ. ρ 787).

[<μελετώ + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 5. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελετητής ο [meletitís] Ο7 : αυτός που ασχολείται με ορισμένη επιστημονική μελέτη· (πρβ. ερευνητής): ~ της νεοελληνικής γλώσσας. Tο θέμα δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σε βάθος από τους ειδικούς μελετητές.

[λόγ. < αρχ. μελετητής `ρήτορας δημηγοριών΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μελέτη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες