Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελάτος -η -ο [melátos] Ε3 : 1. για αυγό που είναι βρασμένο έτσι, ώστε να μην έχει στερεοποιηθεί. ANT σφιχτό. 2. (λογοτ.) πολύ γλυκός.
[μέλ(ι) -άτος]