Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελάνι
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μελάνι το,
βλ. μελάνιν.
[Λεξικό Κριαρά]
μελανία η.
  • Μαυρίλα, μελανάδα· μαύρο στίγμα:
    • (Φυσιολ. (Kaim.) 12a5
    • (σε μεταφ. ηθ.):
      • ολόλευκος γάρ εστιν ο Κύριος ημών μηδεμίαν μελανίαν έχων (αυτ. 13a18).

[αρχ. ουσ. μελανία. Τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανιά 1 η [melaná] Ο24 : σημάδι μελανού χρώματος επάνω στο ανθρώπινο δέρμα: Έχει μελανιές από χτυπήματα σε όλο του το σώμα.

[μελαν(ός) -ιά (διαφ. το αρχ. μελανία `μαυρίλα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανιά 2 η : λεκές από μελάνη: Ρούχο γεμάτο μελανιές.

[μελάν(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανιάζω [melanázo] Ρ2.1α μππ. μελανιασμένος : 1. γίνομαι μελανός: Xέρια / μύτη / αυτιά μελανιασμένα από το κρύο. Mελάνιασε το πρόσωπό του. Mελάνιασε το μωρό από το κλάμα. 2. κάνω κπ. ή κτ. μελανό. || προκαλώ μελανιές με ξυλοδαρμό: Tου μελάνιασαν το μάτι. ~ κπ. στο ξύλο, του κάνω μελανιές δέρνοντάς τον.

[μελαν(ός) -ιάζω (πρβ. ελνστ. μελανίζω `είμαι μαύρος΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελάνιασμα το [melánazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μελανιάζω.

[μελανιασ- (μελανιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
μελανίζω.
  • Μαυρίζω, σκοτεινιάζω:
    • ουκ εδίδου (ενν. ο κομήτης) … τον αέρα μελανίζειν (Δούκ. 9331).

[μτγν. μελανίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μελάνιν το· μελάνι.
  • α) Μαύρο υγρό για γραφή, μελάνι:
    • όλα τού τα 'πε στη γραφή, με πένα και μελάνι (Ερωτόκρ. Δ́ 804
    • μάτια … μαύρα σαν το μελάνι (Ch. pop. 404
    • φρ. βάνω το μελάνι, βλ. βάνω I24β·
  • β) σκούρο βαφικό υγρό:
    • (Ερωτόκρ. Έ 1150).

[μτγν. ουσ. μελάνιον. Ο τ. στο Lampe και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανίνη η [melaníni] Ο30 : (βιολ.) ουσία καστανού χρώματος που βρίσκεται στην επιφάνεια του ανθρώπινου δέρματος (κυρίως της μαύρης φυλής) καθώς και στο τρίχωμα των ανθρώπων ή των ζώων.

[λόγ. < διεθ. melanin < melan- < αρχ. μελαν- (μέλας) `μαύρος΄ -in = -ίνη]

[Λεξικό Κριαρά]
μελάνισις η.
  • Μαύρη, σκοτεινή εμφάνιση:
    • (Ερμον. Φ 234).

[<μελανίζω + κατάλ. ‑σις]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες