Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελάνη η [meláni] Ο30 & μελάνι το [meláni] Ο44 : 1. υγρό που το χρησιμοποιούν για να γράφουν: Mπλε / μαύρη / κόκκινη ~. Γράφει με πένα και ~. Έριξε λεπτή άμμο στο χαρτί για να στεγνώσει το μελάνι. Tυπογραφι κό μελάνι. Σινική* ~. Συμπαθητική* ~. ΦΡ (λαϊκ.) γράφω* κπ. εκεί που δεν πιάνει ~. χύνεται* πολλή ~. 2. σκουρόχρωμο υγρό που βγάζουν μερικά κεφαλόποδα για να θολώνουν το νερό και να αποφεύγουν έτσι τους εχθρούς τους: H ~ της σουπιάς / του χταποδιού. ΦΡ ρίχνω / αμολάω ~, προσπαθώ να κρύψω κτ.
[μελάνι: ελνστ. μελάνιον υποκορ. του αρχ. επιθ. μέλας `μαύρος΄· μελάνη: μεταπλ. σε θηλ. από την ομόηχη κατάλ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελάνη η.
-
- 1) Μελάνι γραφής:
- την χέραν του εμαύρισεν αυτός με την μελάνην (Ιστ. Βλαχ. 2215).
- 2) ?Μαύρο, πένθιμο ρούχο:
- το πλήθος του λαού μελάνας εφορέσαν, … θρήνους πολεμούν (Βυζ. Ιλιάδ. 1099 (πιθ. εσφαλμ. αντί μέλανα ε., πβ. μέλας, ουδ. 2)).
[<ουσ. μελάνι(ν) το με μεταπλ. (ΛΚΝ). Η λ. και σήμ.]
- 1) Μελάνι γραφής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελανής -ιά -ί [melanís] Ε8 & μελανί [melaní] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο σκούρο μπλε και στο μοβ: Mελανί μολύβι. Mελανί / μελανιές κορδέλες. || (ως ουσ.) το μελανί, το μελανί χρώμα.
[μελάν(ι) -ής· μελάν(ι) -ί 4]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελανηφόρος, επίθ.
-
— Βλ. και μελανοφόρος.
- Μαυροφόρος:
- ανθρώπους κουρεμένους μετά πενθίμου σχήματος, μελανηφόρους (Καλλίμ. 1535).
[μτγν. επίθ. μελανηφόρος]
- Μαυροφόρος: