Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μειονοτικός -ή -ό [mionotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μειονότητα και ιδίως ανήκει σε αυτήν: ~ πληθυσμός. Mειονοτικά σχολεία.
[λόγ. μειονότ(ης) (δες στο μειονότητα) -ικός]