Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειοδοτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειοδοτώ [mioδotó] Ρ10.9α : προσφέρω τη χαμηλότερη τιμή σε μειοδοτικό διαγωνισμό. ANT πλειοδοτώ: Tο έργο ανατέθηκε σε εταιρεία διαφορετική από εκείνη που είχε μειοδοτήσει. 2. (μτφ., σπάν.) είμαι υπερβολικά υποχωρητικός ή πολύ λίγο απαιτητικός έναντι κάποιου άλλου.

[λόγ. μειοδότ(ης) -ώ κατά το αντ. πλειοδοτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες