Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μειοδοτώ [mioδotó] Ρ10.9α : προσφέρω τη χαμηλότερη τιμή σε μειοδοτικό διαγωνισμό. ANT πλειοδοτώ: Tο έργο ανατέθηκε σε εταιρεία διαφορετική από εκείνη που είχε μειοδοτήσει. 2. (μτφ., σπάν.) είμαι υπερβολικά υποχωρητικός ή πολύ λίγο απαιτητικός έναντι κάποιου άλλου.
[λόγ. μειοδότ(ης) -ώ κατά το αντ. πλειοδοτώ]