Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μειοδοσία η [mioδosía] Ο25 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μειοδοτώ, η προσφορά της χαμηλότερης τιμής σε μειοδοτικό διαγωνισμό. ANT πλειοδοσία. 2. (μτφ., σπάν.) υπερβολική υποχωρητικότητα έναντι κάποιου άλλου: Εθνική ~, παροχή ευεργετημάτων σε ξένους εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. H αξιωματική αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρ νηση για εθνική ~. Kαθεστώς εθνικής μειοδοσίας και υποτέλειας.
[λόγ. μειο- + -δοσία κατά το αντ. πλειοδοσία μτφρδ. γερμ. Mindestgebot]