Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μειλίχιος, επίθ.
-
- Μειλίχιος:
- (Δούκ. 34914).
[αρχ. επίθ. μειλίχιος. Η λ. και σήμ.]
- Μειλίχιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μειλίχιος -α -ο [milíxios] Ε6 : (για πρόσ.) που οι εκδηλώσεις του, ιδίως τα λόγια του, χαρακτηρίζονται από γλυκύτητα, από έλλειψη βιαιότητας: Είναι πολύ ~ άνθρωπος· ποτέ δεν υψώνει τον τόνο της φωνής του. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mειλίχιο βλέμμα / χαμόγελο.
μειλίχια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μειλίχιος]