Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μειδιώ [miδió] Ρ10.4α : (λόγ.) χαμογελώ ελαφρά και ανεπαίσθητα: Mειδίασε με έναν τρόπο που έδειχνε ειρωνεία.
[λόγ. < αρχ. μειδιῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μειδιώ.
-
- Χαμογελώ:
- (Διγ. Z 3133).
[αρχ. μειδιάω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Χαμογελώ: