Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθύστακας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθύστακας ο [meθístakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (υβρ.) μέθυσος.

[ελνστ. μεθυστ(ής) `μέθυσος΄ -ακας]

[Λεξικό Κριαρά]
μεθύστακας ο.
  • Μέθυσος, μπεκρής:
    • (Στάθ. Γ́ 545).

[<ουσ. μεθυστής + κατάλ. ‑ακας. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες