Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεθύσι το [meθísi] Ο44 : 1. προσωρινή διαταραχή της λειτουργίας του νευρικού συστήματος λόγω υπερβολικής χρήσης οινοπνευματωδών ποτών· μέθη: ~ με κρασί / ούζο / κονιάκ / σαμπάνια. ΦΡ γίνομαι / είμαι σκνίπα* / στουπί* / τύφλα* στο ~. 2. (μτφ.) μέθη2: Στο ~ του έρωτα / της ηδονής / του αγώνα.
[μσν. μεθύσιν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μεθύσειν του αρχ. ρ. μεθύω = μεθώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεθύσι το.
-
- Μέθη:
- ακ το μεθύσι το πολύ τον δρόμον ξέχασά τον (Αιτωλ., Μύθ. 12817).
[<απαρέμφ. μέλλ. μεθύσειν του μεθύω. Τ. ‑ιν σήμ. ποντ. Η λ. στο Somav. (λ. μέθη) και σήμ.]
- Μέθη:
[Λεξικό Κριαρά]
- μεθυσία η· μεθυσιά.
-
- Μέθη, μεθύσι:
- λείπε εκ τα ποτά, υιέ, φεύγε την μεθυσίαν (Σπαν. O 83).
[<μεθύω + κατάλ. ‑σία. Τ ‑σά στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Μέθη, μεθύσι: