Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεθόδευση η [meθóδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεθοδεύω: Aντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις που μετατρέπουν τη μειοψηφία σε πλειοψηφία.
[λόγ. μεθοδεύ(ω) -σις > -ση]