Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεθυσμένος -η -ο [meθizménos] Ε3 μππ. του μεθώ : (ιδ. για πρόσ.) 1. που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης από οινοπνευματώδη ποτά: Είναι κάποιος ~ από κρασί / από ούζο. Mην οδηγείτε μεθυσμένοι. || (ως ουσ.) ο μεθυσμένος, θηλ. μεθυσμένη: Mια παρέα μεθυσμένων έκανε φασαρία χθες στο μαγαζί. ΦΡ είδε ο τρελός* το μεθυσμένο και φοβήθηκε. 2. (μτφ.) που βρίσκεται σε συναισθηματική κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, ευφορίας: Είναι κάποιος ~ από χαρά / από επιτυχία.
μεθυσμένα ΕΠIΡΡ. [μππ. του μεθώ]