Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεθοδισμός ο [meθoδizmós] Ο17 : αγγλικανική αίρεση που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη αυστηρότητα στην τήρηση των ηθικών αρχών καθώς και η σχετική διδασκαλία.
[λόγ. < αγγλ. methodism < method(ist) = μεθοδ(ιστής) -ism = -ισμός]