Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεθοδεύω [meθoδévo] -ομαι Ρ5.1 : προετοιμάζω συστηματικά και πραγματοποιώ βαθμιαία κτ.: Φασιστικά στοιχεία μεθοδεύουν την κατάλυση της δημοκρατίας. Mεθόδευε από χρόνια την άνοδό του στην εξουσία.
[λόγ. < ελνστ. μεθοδεύω `εξετάζω με μέθοδο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεθοδεύω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Κάνω κ. μεθοδικά·
- (εδώ) δίνω οδηγίες, υποδεικνύω τη μέθοδο για κ.:
- ελθών του μεθοδεύσαι τας σκηνάς πώς δει πήξαι (Δούκ. 454).
- (εδώ) δίνω οδηγίες, υποδεικνύω τη μέθοδο για κ.:
- 2)
- α) Αντιμετωπίζω, χειρίζομαι με σύστημα μια κατάσταση, διευθετώ:
- Ο δε βασιλεύς την των ίππων μεθοδεύων κυλλότητα … (Ψευδο-Σφρ. 2104)·
- β) αναμετρώ, μελετώ καλά, αξιολογώ:
- ο αμιράς δε μεθοδεύων το του τόπου ατύχημα την μάχην καταλιπών ανεχώρησεν (Ψευδο-Σφρ. 22215.)>
- α) Αντιμετωπίζω, χειρίζομαι με σύστημα μια κατάσταση, διευθετώ:
- 3) Σοφίζομαι, επινοώ:
- μεθοδεύων μηχανάς, ίνα … νικήσῃ (Ψευδο-Σφρ. 22625).
- 4) (Προκ. για αριθμητικό πρόβλημα) υπολογίζω, λύνω:
- (Rechenb. (Vog.) 657).
- 1) Κάνω κ. μεθοδικά·
- II. (Μέσ.) σοφίζομαι, τεχνάζομαι:
- τέχνες εμεθοδεύτηκεν, πας και να τον 'φελέσουν (Ιστ. Μαρκ. 566).
[μτγν. μεθοδεύω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.