Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεθαύριο [meθávrio] επίρρ. χρον. : η επόμενη ημέρα μετά την αυριανή: Θα έλθω όχι αύριο στις δύο αλλά ~ στις τρεις του μηνός.
[ελνστ. μεθαύριον < μεθ- (δες μετα-) + αὔριον αναλ. προς το μεθ΄ ἡμέραν `ύστερα από μία μέρα΄]