Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθαυριανός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθαυριανός -ή -ό [meθavrianós] Ε1 : που πρόκειται να γίνει ή να υπάρξει μεθαύριο.

[μεθαύρι(ο) -ανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες