Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεθαδόνη η [meθaδóni] Ο30 : (φαρμ.) αναλγητική ουσία που οι ιδιότητές της είναι παρόμοιες με αυτές των ναρκωτικών (μορφίνης, ηρωίνης κτλ.) και η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο για την απεξάρτηση των ναρκομανών: Προγράμματα μεθαδόνης.
[λόγ. < αγγλ. methadon(e) -η (ορθογρ. δαν.)]