Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθέλκω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μεθέλκω.
  • Προσελκύω, τραβώ την προσοχή:
    • των οφθαλμών … μεθέλκει (ενν. το πρόσωπον της κόρης) (Διγ. Z 2796).

[μτγν. μεθέλκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες