Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεθάνιο το [meθánio] Ο42 : αέριο εύφλεκτο, άχρωμο και με ιδιάζουσα οσμή, το οποίο ανήκει στη σειρά των υδρογονανθράκων: Iδιότητες / χρήσεις του μεθανίου.
[λόγ. < γαλλ. méthane < méth(yle) = μεθ(ύλιο) + -ane = -άνιον]