Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεζούρα η [mezúra] Ο25 : 1. πλαστική ταινία, χωρισμένη συνήθ. σε εκατόν πενήντα πόντους, που χρησιμοποιείται ως μέτρο μήκους ιδίως για τη μέτρηση τμημάτων του ανθρώπινου σώματος: H ~ του ράφτη / της μοδίστρας. 2. μικρό δοχείο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό αναλογιών καθώς και η σχετική ποσότητα: Σε ένα ποτήρι γάλα ανακατέψτε δύο μεζούρες αλεύρι.
[βεν. mesura]