Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεδούλι το [meδúli] Ο44 : 1. μαλακή και πυκνόρρευστη ουσία που βρίσκεται στο εσωτερικό των κοίλων οστών· μυελός των οστών: Γλείφει τα κόκαλα και ρουφάει το ~ τους. ΦΡ ως το ~, για μεγάλη ένταση αισθήματος ή συναισθήματος και γενικά για κατάσταση ή ιδιότητα που υπάρχει ή εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό: Είναι ερωτευμένος ως το ~. Ο λαϊκός μας πολιτισμός έχει διαβρωθεί ως το ~ από ξένα πρότυπα. 2. (μτφ.) το βασικότερο, το πιο σημαντικό τμήμα, στοιχείο: Tο ~ της ανθρώπινης ζωής είναι η ελευθερία.
[μσν. *μεδούλλιον υποκορ. του *μεδούλλα < λατ. medulla (ορθογρ. απλοπ.)]