Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγιστάνας ο [mejistánas] Ο2 : 1. ανώτατος αξιωματούχος, ιδίως σε μοναρχικά κράτη: Οι μεγιστάνες του Bυζαντίου / της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. 2. αυτός που είναι πρώτος ή πολύ σημαντικός σε ορισμένο τομέα: Ένας ~ του τύπου / των πετρελαίων. Θέρετρο στο οποίο συχνάζουν οι μεγιστάνες του πλούτου.
[λόγ. < ελνστ. μεγιστάν, αιτ. -ᾶνα]