Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγεθύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγεθύνω [mejeθíno] -ομαι Ρ8.2 : 1. (για αντικ. με δύο διαστάσεις) δημιουργώ ομοίωμα μεγαλύτερων διαστάσεων από το πρωτότυπο. ANT σμικρύνω: ~ μία φωτογραφία / ένα γεωγραφικό χάρτη. Mεγεθυσμένη εικόνα. 2. αυξάνω τις μονάδες ενός συνόλου: ~ ένα ποσό.

[λόγ. < ελνστ. μεγεθύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες