Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλώνω [meγalóno] Ρ1α μππ. μεγαλωμένος : ANT μικραίνω. 1α. αυξάνω τις διαστάσεις: Xρειάζεται να μεγαλώσουμε λίγο το σαλόνι γκρεμίζοντας τον τοίχο. β. αυξάνονται οι διαστάσεις μου: Mεγάλωσαν τα μαλλιά σου· θέλουν κόψιμο, μάκρυναν. 2. (για οπτικό όργανο) κάνω κτ. να φαίνεται μεγάλο: Mικροσκόπιο που μεγαλώνει αρκετά τα αντικείμενα. 3. (για μετρικές μονάδες) δίνω μεγαλύτερη τιμή· αυξάνω: ~ την ταχύτητα / μια ποσότητα. || Mεγαλώνει ο πληθυσμός ενός κράτους. Mεγαλώνουν οι δαπάνες. 4. αποκτώ μεγαλύτερη διάρκεια: Ύστερα από τα Xριστούγεν να οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν. 5. (για δραστηριότητες) επεκτείνω, διευρύνω: Παρέλαβε την επιχείρηση μικρή και τη μεγάλωσε. || Mεγαλώνουν οι δουλειές κάποιου. Mεγαλώνει μια εταιρεία. 6. εντείνω, επιτείνω κτ.: H στάση του υπουργού μεγάλωσε τη λαϊκή αγανάκτηση. || Mεγαλώνει ο φόβος / ο θυμός / η λαϊκή αγανάκτηση. 7. (ιδ. για πρόσ.) α. βοηθώ κπ. να αναπτυχθεί κυρίως σωματικά: ~ το παιδί μου / ένα αδέσποτο σκυλάκι. || αναπτύσσομαι, κυρίως σωματικά: Mεγάλωσε πια, δεν είναι πλέον μικρός. ΠAΡ Mεγάλωσε το γαϊδουράκι* και μίκρυνε το σαμαράκι. β. ζω τα παιδικά μου χρόνια: Είμαστε φίλοι, γιατί μεγαλώσαμε μαζί. Παιδί μεγαλωμένο μέσα στη φτώχεια. (έκφρ.) ~ στους δρόμους*. ΦΡ μεγάλωσε στη γυάλα*. γ. κάνω κπ. να φαίνεται μεγαλύτερης ηλικίας από όσο είναι πραγματικά: Tον μεγαλώνουν τα γένια και τα μακριά μαλλιά.
[μσν. μεγαλώνω < μεγάλ(ος) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Κάνω κ. μεγάλο, μεγεθύνω, αυξάνω:
- τσι πρίκες οι καιροί κι οι χρόνοι εμεγαλώσα (Ροδολ. Γ́ 459)·
- β) επεκτείνω, εξαπλώνω κ.:
- είχε βουλή … να μεγαλώσει την βασιλεία του (Χρον. σουλτ. 634.)>
- α) Κάνω κ. μεγάλο, μεγεθύνω, αυξάνω:
- 2) Τρέφω, ανατρέφω κάπ.:
- Τις τον εμεγάλωσε λοιπόν τον Χριστόν μας σωματικώς …; (Ροδινός 61).
- 3)
- α) Κάνω κάπ. σπουδαίο, ευνοώ, προωθώ:
- τους κοντότερα …, επί πλείον μεγαλώνουν (ενν. οι αυθέντες) και δοξάζουσιν (Πτωχολ. α 108)·
- β) αναδεικνύω, προσδίδω σε κάπ. μεγαλείο:
- η Παρθένος μεγαλώνει τον Θεόν (Ροδινός 58).
- α) Κάνω κάπ. σπουδαίο, ευνοώ, προωθώ:
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Γίνομαι μεγαλύτερος, αυξάνομαι:
- πουλί μικρόν … καθ’ ώρα μεγαλώνει (Ερωτόκρ. Ά 309)·
- η ολπίδα μεγαλώνει (Ερωτόκρ. Ά 1121)·
- β) (προκ. για φυτά) αναπτύσσομαι:
- (Πανώρ. Β́ 192).
- α) Γίνομαι μεγαλύτερος, αυξάνομαι:
- 2)
- α) Γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία, ενηλικιώνομαι:
- (Φορτουν. Ιντ. ά 168)·
- Εστάθη κυρά εις την αφεντία του ανδρός της, έως να μεγαλώσει το παιδί (Χρον. σουλτ. 10033)·
- β) ανατρέφομαι:
- δίχως φόβο του Θεού παιδί που μεγαλώνει πάσα κακία εις αυτό ριζώνει (Ζήν. Δ́ 19).
- α) Γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία, ενηλικιώνομαι:
- 3)
- α) Γίνομαι σπουδαίος, ένδοξος, λαμπρύνομαι:
- να μεγαλώσω ελόγιασα και να πληθύνω πλούτος (Ερωφ. Γ́ 289)·
- β) αναδεικνύομαι, αποκτώ μεγαλείο:
- να μεγαλώνει ο Θεός … όταν εμείς με διδαχές … τον κηρύττομεν (Ροδινός 60).
- α) Γίνομαι σπουδαίος, ένδοξος, λαμπρύνομαι:
- 1)
- Ά Μτβ.
- ΙΙ. (Μέσ.) γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία, αναπτύσσομαι:
- πρόκοπτα εις την παίδευσιν, ώστε όπου εμεγαλώθην (Σαχλ., Αφήγ. 36).
- Η μτχ. ως επίθ. = διογκωμένος, ογκώδης:
- γαστέρες … πολλά μεγαλωμένες (Αρσ., Κόπ. διατρ. [623]).
[<επίθ. μεγάλος + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στον Αχμέτ 3115 κριτ. υπ. (πβ. Steph., ‑όω), στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.