Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλόψυχος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που έχει υψηλό φρόνημα:
- (Ροδολ. Αφ. 25), (Βίος Αλ. 6056), (Ζήνου, Βατραχ. 45)·
- β) μακρόθυμος:
- μεγαλόψυχον καρδιάν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [592])·
- γ) εμπνευσμένος, μεγαλόπνοος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [596]).
- α) Που έχει υψηλό φρόνημα:
- 2) Ανδρείος, καρτερικός:
- (Ψευδο-Σφρ. 21411)·
- εδέχθη μεγαλόψυχος τύχην την εναντίαν (Αχέλ. 180).
[αρχ. επίθ. μεγαλόψυχος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλόψυχος -η -ο [meγalópsixos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πολύ καλός έτσι ώστε να συγχωρεί αυτούς που τον βλάπτουν και να ευεργετεί αυτούς που έχουν ανάγκη· μεγαλόκαρδος. ANT μικρόψυχος: ~ άνθρωπος. Στάθηκε ~ απέναντι στους ηττημένους εχθρούς. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mεγαλόψυχη πράξη.
μεγαλόψυχα ΕΠIΡΡ: Tου φέρθηκε ~. [λόγ. < αρχ. μεγαλόψυχος]