Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλόσχημος, επίθ.
-
- (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που έχει ενδυθεί το «μεγάλο σχήμα», που υπάγεται στην πρώτη μοναχική βαθμίδα:
- (Βακτ. αρχιερ. 167), (Γαδ. διήγ. 301).
[μτγν. επίθ. μεγαλόσχημος. Η λ. και σήμ.]
- (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που έχει ενδυθεί το «μεγάλο σχήμα», που υπάγεται στην πρώτη μοναχική βαθμίδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλόσχημος -η -ο [meγalósximos] Ε5 : 1. (συνήθ. ειρ., για πρόσ.) που κατέχει υψηλό αξίωμα. 2. (εκκλ., για μοναχό) που ανήκει στην ανώτατη βαθμίδα της μοναχικής ιεραρχίας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < μσν. μεγαλόσχημος < μεγαλο- + σχήμ(α) -ος (διαφ. το ελνστ. μεγαλόσχημος `ογκώδης΄)]