Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλόστομος, επίθ.
-
- Που έχει μεγάλο στόμα:
- πετρίτης … μεγαλόστομος (Ορνεοσ. 5781).
[αρχ. επίθ. μεγαλόστομος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει μεγάλο στόμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλόστομος -η -ο [meγalóstomos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μεγαλοστομία: ~ ποιητής / ρήτορας. Mεγαλόστομη φρασεολογία. Mεγαλόστομες διακηρύξεις / υποσχέσεις.
[λόγ. < αρχ. μεγαλόστομος `με πλατύ στόμα΄ σημδ. αγγλ. bigmouth, bigmouthed]