Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλόσταυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλόσταυρος ο [meγalóstavros] Ο20 : 1. ονομασία της ανώτατης τάξης των ελληνικών παρασήμων. 2. (λαϊκ.) η σύφιλη.

[λόγ. μεγαλο- + σταυ ρ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. grand-croix (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες