Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλυνάριο το [meγalinário] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : (εκκλ.) μικροί εκκλησιαστικοί ύμνοι που ψάλλονται κυρίως κατά τις δεσποτικές και τις θεομητορικές εορτές.
[λόγ. < μσν. μεγαλυνάριον < μεγαλύν(ω) -άριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλυνάριον το.
-
- (Εκκλ.) σύντομος ύμνος ή τροπάριο που ψάλλεται πριν από τα τροπάρια της 9. ωδής του κανόνα:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 634).
[<μεγαλύνω + κατάλ. ‑άριον. Η λ. στο Du Cange (‑ία), το Soph. και σήμ. (‑ο)]
- (Εκκλ.) σύντομος ύμνος ή τροπάριο που ψάλλεται πριν από τα τροπάρια της 9. ωδής του κανόνα: