Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλουργώ [meγalurγó] Ρ10.9α : πραγματοποιώ μεγάλα έργα, σημαντικά κατορθώματα: Tο ελληνικό έθνος μεγαλούργησε κάθε φορά που έδρασε ενωμένο.
[λόγ. < ελνστ. μεγαλουργῶ]