Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλοπρεπής -ής -ές [meγaloprepís] Ε10 : που διακρίνεται για το μέγεθος, τη λαμπρότητα και ιδίως την επιβλητικότητά του: ~ ναός / παρέλαση. Mεγαλοπρεπές κτίριο / ανάκτορο / θέαμα / παράστημα. Mεγαλοπρεπείς κινήσεις / χειρονομίες.
μεγαλοπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μεγαλοπρεπής· λόγ. < αρχ. μεγαλοπρεπῶς]