Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλοπρέπεια η [meγaloprépia] Ο27 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μεγαλοπρεπής: Στέκεται με δέος μπροστά στη ~ του Παρθενώνα. Mε βυζαντινή* ~.
[λόγ. < αρχ. μεγαλοπρέπεια]