Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλοδύναμος, επίθ.
-
- (Προκ. για το Θεό) παντοδύναμος:
- (Διήγ. πανωφ. 57).
[<επίθ. μεγάλος + ουσ. δύναμις. Η λ. τον 5. αι. (L‑S· βλ. και Lampe) και σήμ.]
- (Προκ. για το Θεό) παντοδύναμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλοδύναμος -η -ο [meγaloδínamos] Ε5 : (ως χαρακτηρισμός του Θεού) που είναι παντοδύναμος: Ο ~ Θεός. || (ως ουσ.) ο Mεγαλοδύναμος: Όλα πήγαν καλά· δόξα να ΄χει ο Mεγαλοδύναμος.
[ελνστ. μεγαλοδύναμος `πολύ δυνατός΄]