Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλεπήβολος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλεπήβολος -η -ο [meγalepívolos] Ε5 : (για ανθρώπινη ενέργεια) που επιδιώκει να πραγματοποιήσει κτ. πολύ σημαντικό: ~ στόχος. Mεγαλεπήβολο σχέδιο.

[λόγ. < ελνστ. μεγαλεπίβολος (και γρ. μεγαλεπήβολος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες