Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλειότης η· μεγαλειότητα.
-
- α) Μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα:
- της ουρανίου μεγαλειότητος του Θεού (Χριστ. διδασκ. 333)·
- β) ανωτερότητα, υπεροχή:
- τώρα όλες δείξετε σκληρήν την μεγαλειότητά σας (Θησ. (Foll.) I 89).
[μτγν. ουσ. μεγαλειότης. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα: