Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλέμπορος ο [meγalémboros] Ο19 & (προφ.) μεγαλέμπορας ο [meγa lémbo ras] Ο5 : έμπορος που διακινεί μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, συνήθ. για χονδρική πώληση.
[λόγ. < ελνστ. μεγαλέμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλέμπορος ο.
-
- Μεγαλέμπορος:
- (Γλυκά, Στ. 8).
[<επίθ. μεγάλος + ουσ. έμπορος. Η λ. τον 4. αι., σε σχόλ. και σήμ.]
- Μεγαλέμπορος: