Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγα
151 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγα- 1 [meγa] & μεγά- [meγá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. δηλώνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις, πάνω από το συνηθισμένο: ~κατασκευή, ~κτίριο· ~λιθικός. || ~θήριο. 2. (ιατρ.) δηλώνει παθολογική, υπέρμετρη ανάπτυξη, κυρίως σε μήκος, αυτού που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. μεγαλο-4). ANT μικρο-1II3: ~γναθία, μακρογναθία· ~δακτυλία, μεγαλοδακτυλία. 3. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία των στοιχείων που υπονοεί το β' συνθετικό: μεγάθυμος.

[λόγ. < αρχ. μεγα- θ. του επιθ. μέγα(ς) ως α' συνθ.: αρχ. μεγά-θυμος & διεθ. mega- < αρχ. μεγα-: μεγα-λιθικός < γαλλ. megalithique, μεγα-θήριο < νλατ. mega therium]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγα- 2 & μεγ- [meγ] πριν από [a] : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία αποτελείται από ένα εκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώ νει το β' συνθετικό· (πρβ. μικρο- 2): ~βάτ, ~βόλτ, ~τόνος, ~χέρτς, μεγαμπέρ. Ένα ~βάτ ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο βατ.

[λόγ. < διεθ. mega- `ένα εκατομμύριο΄ < αρχ. μεγα- (δες μεγα- 1) ως α' συνθ.: μεγά-κυκλοι < διεθ. mega- + cycles]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαβάτ το [meγavát] Ο (άκλ.) : μονάδα μέτρησης ηλεκτρικής ισχύος που ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο βατ.

[λόγ. < αγγλ. megawatt < mega- = μεγα- 2 + watt = βατ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαθήριο το [meγaθírio] Ο42 : 1. (παλαιοντ.) ζώο πολύ μεγάλων διαστάσεων που έζησε κατά την τριτογενή και τεταρτογενή περίοδο. 2. (μτφ.) ιδίως για κτίριο πολύ ή υπερβολικά μεγάλο· (πρβ. μαμούθ): Ένα ~ είκοσι ορόφων χτίστηκε στη θέση του παλιού διώροφου σπιτιού.

[λόγ. < νλατ. megatherium < mega- = μεγα- 1 + αρχ. θηρίον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαθυμία η [meγaθimía] Ο25 : (λόγ.) μεγαλοψυχία.

[λόγ. μεγάθυμ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγάθυμος -η -ο [meγáθimos] Ε5 : (λόγ.) μεγαλόψυχος.

[λόγ. < αρχ. μεγάθυμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέγαιρα η [méjera] Ο27α : πολύ κακή ή δύστροπη γυναίκα· (πρβ. στρίγκλα): H σπιτονοικοκυρά του, μια γριά ~, δεν ανεχόταν ούτε μιας μέρας καθυστέρηση στο νοίκι.

[λόγ. < αρχ. Mέγαιρα (μία από τις Ερινύες) σημδ. γαλλ. mégère (στη νέα σημ.) < λατ. Megaera < αρχ. Μέγαιρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγάκυκλος ο [meγákiklos] Ο19 : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της συχνότητας εκπομπής ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού πομπού που αντιστοιχεί με ένα εκατομμύριο χερτς.

[λόγ. < γαλλ. mégacycle < méga- = μεγα- 2 + αρχ. κύκλος]

[Λεξικό Κριαρά]
μεγάλα, επίρρ.· συγκρ. μεγαλότερα.
— Βλ. και μεγίστω, μεγιστότατα.
  • 1) Υπερβολικά, πολύ:
    • δειλιώ μεγάλα (Ροδολ. Γ́ 161
    • μεγάλα φημισμένη (Εγκ. αγ. Δημ. 10657).
  • 2) Δυνατά, με θόρυβο· με παρρησία:
    • έβαλεν φωνήν μεγάλα (Μαχ. 6419
    • να γελούν μεγάλα (Ερωτοπ. 467
    • αγανακτώ και λέγω το μεγάλα (Σαχλ. B́ PM 389).
  • 3) Προσεκτικά, με ακρίβεια:
    • πάντα γνωρίζω αληθώς 'ξετάζοντας μεγάλα (Διγ. Z 1929).
  • 4) ?Αλαζονικά, με θρασύτητα:
    • (Συναξ. γυν. 1198).

[<επίθ. μέγας - μεγάλος. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλαίνω.
  • Αποκτώ περιουσία και δύναμη:
    • εμεγάλυνεν ο ανήρ κι επήγεν πγαίνοντα και μεγαλαίνοντα ως ότι εμεγάλυνεν πολλά (Πεντ. Γέν. XXVI 13).

[<μεγαλύνω. Η λ. στο Somav. (‑ύνω) και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες