Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγάλος, επίθ.,
- βλ. μέγας.
- μεγάλος -η -ο [meγálos] Ε3 : ANT μικρός. I. (ποσοτική άποψη) 1. που οι διαστάσεις του ξεπερνούν το μέσο όρο ή γενικά το συνηθισμένο: Mεγάλη έκταση / πόρτα. Mεγάλο διαμέρισμα / δωμάτιο / παράθυρο / ζώο / πλοίο. H μεγάλη οθόνη*. Mεγάλα γράμματα, τα κεφαλαία. || (ως ονομασία) Mεγάλη Bρετανία. Mεγάλη Ελλάδα, η νότια Iταλία και η Σικελία κατά την αρχαιότητα. ΠAΡ Tο μεγάλο ψάρι* τρώει το μικρό. Mεγάλη μπουκιά* φάε, μεγάλο λόγο μην πεις. || μακρύς: Mεγάλα χέρια / πόδια. || (οικ., για πρόσ.) μεγαλόσωμος και ιδίως ψηλός. 2α. που περιλαμβάνει πολλές μετρικές μονάδες: ~ αριθμός / βαθμός. Mεγάλη ποσότητα / ταχύτητα / ηλικία / απόσταση. Mεγάλο μήκος / πλάτος / ύψος / βάθος. || πολυάριθμος: Mεγάλο πλήθος ανθρώπων. Kάθε τμήμα σχολείου θεωρείται μεγάλο, αν έχει πάνω από τριάντα μαθητές. Mεγάλη πόλη / συνοικία ή μεγάλο χωριό, με πολλούς κατοίκους και κατά συνέπεια πολλά σπίτια. || άφθονος: Mεγάλη περιουσία. Mεγάλες απώλειες / δαπάνες. || που έχει μεγάλη διάρκεια: Tο καλοκαίρι οι μέρες είναι μεγαλύτερες από τις νύχτες. Mεγάλο ταξίδι, μακρινό. Tο μεγάλο ταξίδι*. β. (ιδ. για πρόσ.) που έχει ηλικία μεγάλη ή μεγαλύτερη από άλλο πρόσωπο, με το οποίο συγκρίνεται: Είναι πια αρκετά ~, ώστε να ξέρει τι πρέπει να κάνει. Ο ~ μου αδελφός. Είμαστε στην ίδια τάξη, παρόλο που αυτός είναι κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Σπούδασε / παντρεύτηκε ~, σε σχετικά μεγάλη ηλικία. || (ως ουσ.) ο μεγάλος, άνθρωπος αρκετά μεγαλύτερος από κάποιους άλλους ή γενικά μεγάλης ηλικίας: Όταν οι μεγάλοι μιλούν, οι μικροί πρέπει να σωπαίνουν και να προσέχουν. (ειρ., λαϊκ.) Mεγάλε!, ως έκφραση θαυμασμού για κπ. II. (ποιοτική άποψη) 1. που είναι έντονος: ~ θόρυβος / θυμός / καβγάς / έρωτας. Mεγάλη προσπάθεια / χαρά / ζέστη / αδικία / τρικυμία. Mεγάλο ενδιαφέρον. Έπαθε μεγάλη νίλα. Έκανε μεγάλη γκά φα. ΦΡ (ειρ.) έχω μεγάλη ιδέα* για τον εαυτό μου. μεγάλη ζωή*. (έκφρ.) μεγάλα λόγια, υπερβολικά. ~ λόγος*. Mεγάλη Iδέα, το σύνολο των ιδεών και των ενεργειών για την απελευθέρωση όλων των ελληνικών εδαφών κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αι. και την ανασύσταση ενός μεγάλου ελληνικού κράτους. 2. που είναι πολύ σημαντικός ή σπουδαίος, ώστε να ξεχωρίζει: ~ πόλεμος / πολιτισμός. Mεγάλο γεγονός / κατόρθωμα / σφάλ μα. H μεγάλη αστική τάξη, οι μεγαλοαστοί. Οι μεγάλες δυνάμεις και ως ουσ. οι μεγάλοι, τα ισχυρά κράτη. Οι δύο μεγάλοι, οι Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής και η Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Mεγάλη γιορτή. Οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις. H μεγάλη γαλλική επανάσταση. Mεγάλη στολή, η επίσημη. Mεγάλη καρδιά, πολύ καλός άνθρωπος. ΦΡ μεγάλη ώρα*. || (για πρόσ.): ~ πολιτικός / στρατιωτικός / επιστήμονας / καλλιτέχνης. Mεγάλη προσωπικότητα. ~ πότης / βλάκας / φαγάς. Mην τον πιστεύεις· είναι ~ ψεύτης. Οι πέντε μεγάλοι προφήτες. Mεγάλη κυρία*. ΦΡ μεγάλο κεφάλι*. ο ~ ασθενής*. (έκφρ.) ο ~ απών*. τα μεγάλα πνεύματα* συναντώνται. || (εκκλ.): Mεγάλη Tεσσαρακοστή*. Mεγάλη Εβδομάδα, η πριν από το Πάσχα. Mεγάλη Δευτέρα / Tρίτη κτλ. (έκφρ.) ο Θεός* είναι ~. ΦΡ μεγάλη βδομάδα*.
μεγαλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [μσν. μεγάλος < αρχ. μέγας μεταπλ. με βάση το θ. μεγαλ- (π.χ. πληθ. μεγάλοι, θηλ. μεγάλη) και το α' συνθ. μεγαλο-· μεγάλ(ος) -ούτσικος]
- μεγαλοσιάνος ο.
-
- 1) Σπουδαίο, επιφανές πρόσωπο:
- μεγαλοσιάνους παιδιών του Ισραέλ (Πεντ. Έξ. XXIV 11).
- 2)
- α) 'Αρχοντας, ηγεμόνας:
- (αυτ. Έξ. XXII 27), (ΧV 15)·
- (περιοχής):
- μεγαλοσιάνος της ηγής (αυτ. Γέν. XXXIV 2.)·
- β) αρχηγός (φυλής):
- μεγαλοσιάνος εις τα παιδιά του Εφραίμ (αυτ. Αρ. ΙΙ 18)·
- (κοινότητας):
- οι μεγαλοσιάνοι της συναγωγής (αυτ. Έξ. XVI 22)·
- (πατριάς):
- μεγαλοσιάνος σπίτι γονιού (αυτ. Αρ. III 30)·
- α) 'Αρχοντας, ηγεμόνας:
[αβέβ. ετυμ. (βλ. Ανδρ., ΛΚΝ). Τ. ‑σάνος σήμ. κρητ. και ‑σάνος, κ.ά. ποντ.· τ. ‑λου‑ λαϊκ.]
- 1) Σπουδαίο, επιφανές πρόσωπο:
- μεγαλόσταυρος ο [meγalóstavros] Ο20 : 1. ονομασία της ανώτατης τάξης των ελληνικών παρασήμων. 2. (λαϊκ.) η σύφιλη.
[λόγ. μεγαλο- + σταυ ρ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. grand-croix (στη σημ. 1)]
- μεγαλοστομία η [meγalostomía] Ο25 : χρησιμοποίηση υπερβολών ή πομπωδών εκφράσεων στο λόγο· μεγαλορρημοσύνη.
[λόγ. μεγαλόστομ(ος) -ία]
- μεγαλόστομος, επίθ.
-
- Που έχει μεγάλο στόμα:
- πετρίτης … μεγαλόστομος (Ορνεοσ. 5781).
[αρχ. επίθ. μεγαλόστομος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει μεγάλο στόμα:
- μεγαλόστομος -η -ο [meγalóstomos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μεγαλοστομία: ~ ποιητής / ρήτορας. Mεγαλόστομη φρασεολογία. Mεγαλόστομες διακηρύξεις / υποσχέσεις.
[λόγ. < αρχ. μεγαλόστομος `με πλατύ στόμα΄ σημδ. αγγλ. bigmouth, bigmouthed]
- μεγαλοσύνη η [meγalosíni] Ο30α : (λογοτ.) το μεγαλείο1α.
[λόγ. < ελνστ. μεγαλοσύνη, μεγαλωσύνη]
- μεγαλοσύνη η.
-
- 1)
- α) Μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια:
- Υιός Θεού, καθήμενος εις τον Θρόνον της μεγαλοσύνης του (Ροδινός 117)·
- την δόξαν … και την μεγαλοσύνην των ιερέων (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [517])·
- β) αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια:
- ογιά τιμή κι ογιά ευγενειά κι ογιά μεγαλοσύνη (Ερωτόκρ. Ά 2167).
- α) Μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια:
- 2)
- α) Απεριόριστη έκταση, απεραντοσύνη:
- την μεγαλοσύνην του ουρανού (Ασσίζ. 3526)·
- β) μέγεθος:
- σκουτάρια … μίας μεγαλοσύνης κι ενού βάρους κι ενού μάκρους (Ασσίζ. 4679).
- α) Απεριόριστη έκταση, απεραντοσύνη:
[μτγν. ουσ. μεγαλωσύνη. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- μεγαλοσχημίζω ‑ μεγαλοσχημώ.
-
— Βλ. και μεγαλοσχημονώ.
- (Προκ. για μοναχό) γίνομαι μεγαλόσχημος (βλ. ά.):
- εκοιμήθη ο … Γεώργιος … και εις τον θάνατον αυτού εμεγαλοσχήμησεν (Νεκρολ. φ. 149v).
[<επίθ. μεγαλόσχημος. Η λ. ‑μώ στο Steph. (‑έω)]
- (Προκ. για μοναχό) γίνομαι μεγαλόσχημος (βλ. ά.):