Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγάλαυχος, επίθ.
-
- Καυχησιάρης·
- (προκ. για λόγο) κομπαστικός:
- Τας υπερόγκους έασον φωνάς και μεγαλαύχους (Βίος Αλ. 1839).
- (προκ. για λόγο) κομπαστικός:
[αρχ. επίθ. μεγάλαυχος]
- Καυχησιάρης·