Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγάλα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
μεγάλα, επίρρ.· συγκρ. μεγαλότερα.
— Βλ. και μεγίστω, μεγιστότατα.
  • 1) Υπερβολικά, πολύ:
    • δειλιώ μεγάλα (Ροδολ. Γ́ 161
    • μεγάλα φημισμένη (Εγκ. αγ. Δημ. 10657).
  • 2) Δυνατά, με θόρυβο· με παρρησία:
    • έβαλεν φωνήν μεγάλα (Μαχ. 6419
    • να γελούν μεγάλα (Ερωτοπ. 467
    • αγανακτώ και λέγω το μεγάλα (Σαχλ. B́ PM 389).
  • 3) Προσεκτικά, με ακρίβεια:
    • πάντα γνωρίζω αληθώς 'ξετάζοντας μεγάλα (Διγ. Z 1929).
  • 4) ?Αλαζονικά, με θρασύτητα:
    • (Συναξ. γυν. 1198).

[<επίθ. μέγας - μεγάλος. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλαίνω.
  • Αποκτώ περιουσία και δύναμη:
    • εμεγάλυνεν ο ανήρ κι επήγεν πγαίνοντα και μεγαλαίνοντα ως ότι εμεγάλυνεν πολλά (Πεντ. Γέν. XXVI 13).

[<μεγαλύνω. Η λ. στο Somav. (‑ύνω) και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλάπτης ο,
βλ. μεγαλάφτης.
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλαύχης, επίθ.
  • Καυχησιάρης, αλαζόνας:
    • (Βίος Αλ. 2552).

[μτγν. επίθ. μεγαλαυχής με αναβιβ. τόνου από μετρ. αν.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεγάλαυχος, επίθ.
  • Καυχησιάρης·
    • (προκ. για λόγο) κομπαστικός:
      • Τας υπερόγκους έασον φωνάς και μεγαλαύχους (Βίος Αλ. 1839).

[αρχ. επίθ. μεγάλαυχος]

[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλάφτης ο· μεγαλάπτης· μεγαλόπτης.
  • Που έχει μεγάλα αφτιά:
    • λαγόν τον μεγαλάπτην (Διήγ. παιδ. 44).

[<επίθ. μεγάλος + ουσ. αφτίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες